Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

ΜΕΡΟΣ ΠΡΟΛΟΓΟΥ Β΄ ΤΟΜΟΥ (1901-1908)

Το όλο μου έργο, επικεντρωμένο, αποκλειστικά, στα τοπικά γεγονότα (που, όπως και άλλη φορά, έχει επισημανθεί, βοηθούν, συνήθως, στη μετάβαση απ΄τή μικροϊστορία στη μακροϊστορία, εν προκειμένω, απ΄την ιστορία της επαρχίας στη γενικώτερη ιστορία του τόπου), απ΄τήν αρχή συνδυάσθηκε με την επιδίωξη αφηγηματικής ανάλυσης, η οποία, αν προσεχθεί, μπορεί να ζωντανέψει το υλικό, ιδιαίτερα αυτό που βασίζεται στην πρωτογενή–αρχειακή έρευνα.
Για λόγους αφηγηματικής συμμετρίας, πάντως, ίδιαίτερα δε αποτελεσματικής προστασίας του έργου μου (το οποίο, αδίστακτοι, «ειδήμονες» και μη, λεηλατούν τα τελευταία χρόνια), παραλείπω όλα όσα σκόπευα να καταχωρήσω εδώ, δηλαδή σχετικά έγγραφα, στατιστικά στοιχεία, πίνακες, αναφορές, εκθέσεις, ονόματα κ.λπ, ως και πλήρη,γενική και κατά κεφάλαια, βιβλιογραφία, ακόμη υποσημειώσεις και παραπομπές.
Και μένω με την πεποίθηση ότι οι μελετητές και οι αναγνώστες μου, που έχουν εμπιστοσύνη στην ορθή, πλήρη και αντικειμενική, από μέρους μου, αξιοποίηση του αμητού των ιστορικών αναζητήσεων στα πρωτογενή και λοιπά αρχειακά κέντρα, θα δικαιολογήσουν την εύλογη αυτή παράλειψη.
Τέλος, οι αστερίσκοι που εμφανίζονται σε ορισμένες σελίδες των δύο τόμων, παραπέμπουν σε μικρές, συναφείς θεματικές αναπτύξεις, γενικώτερης, ωστόσο, σημασίας, όπως αυτές αναλύονται στο Παράρτημα, ενώ η παράθεση μικρών φωτογραφιών,σκίτσων και ένθετων ξένων κειμένων έχω τη γνώμη ότι θα εκτιμηθεί, πλην άλλων, και ως αισθητική αναβάθμιση του όλου έργου.

Ματθαίος Χ. Ανδρεάδης-Οκτώβριος 2011

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Η ΚΟΡΙΝΘΙΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ (1823-1900) ΚΑΙ 20ο ΑΙΩΝΑ(1901-1908)

ΜΑΤΘΑΙΟΣ Χ. ΑΝΔΡΕΑΔΗΣ
Νομικός-Ιστορικός
Πρόεδρος της Εταιρείας Κορινθίων Συγγραφέων
Aρχαία Κόρινθος
Τηλ. 27410/26055
E- mail:mandreadis@in.gr

΄Εχει γράψει και κυκλοφορήσει, τέσσερις τόμους της ιστορίας της Κορινθίας που αφορούν στη χρονική περίοδο 1823-1900, συνολικά 1.864 σελίδων
Στο έργο αυτό, για πρώτη φορά ιστορούνται τα γεγονότα που συνέβησαν στην Κορινθία και οι καταστάσεις τις οποίες έζησαν οι κάτοικοί της τα πρώτα 77 μετεπαναστατικά χρόνια (1823-1900), στην οικονομία και στην παραγωγή, στα δημοτικά πράγματα, στην πολιτική ζωή, στην παιδεία, στα εκκλησιαστικά, την ιατρική, τη ληστεία, στους στρατεύσιμους, τη συγκοινωνία, τα μεγάλα έργα για την αποξήρανση των λιμνών Πελλήνης, Στυμφαλίας και Φενεού, τη διάνοιξη του Ισθμού κ.ά.
Το όλο έργο είναι γραμμένο με συστηματικό τρόπο, πλήρως αντικειμενικά, με σαφή νεια, επιστημονική μέθοδο, ολοκληρωμένη βιβλιογραφία και σε ρέουσα-γλαφυρή- γλώσσα.
Έχει έτοιμους προς έκδοση άλλους δύο τόμους συνολικά 806 σελίδων που αφορούν στη μετέπειτα περίοδο της Κορινθίας (1901-1908).
Ο πρώτος τόμος της νέας αυτής ιστορικής σειράς περιέλαβε επτά κεφάλαια που αναφέρονται α) στα στατιστικά, τα πληθυσμιακά, δημαρχιακά και νομαρχιακά Κορινθίας. β) Στα βουλευτικά της περιόδου 1901-1908. γ) Στους φευγάτους, τις αδικίες, και παρανομίες. δ) Στην οικονομία (αγροτικά, επιχειρήσεις και φόρους). ε) Στο σταφιδικό και τους Κορίνθιους. στ) Στην προσφυγιά ομογενών, μετανάστευση Κορινθίων και άλλα, καθώς και ζ) στα ιατρικά, φαρμακευτικά κ.λπ.
Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει οκτώ, επίσης, κεφάλαια, όπως εκπαίδευση, δικαστικά, στρατευσίμους, ταχυδρομείο κ.λπ, εκκλησιαστικά,.αρχαιότητες, πανηγύρια και διασκεδάσεις καθώς και τους ξένους για την Κορινθία.
Κατά τη συγγραφή του έργου (όπως και του προηγούμενου, τετράτομου), ο Ματθαίος Χ. Ανδρεάδης, προσπάθησε, ιστορώντας πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις, να έχει πάντα υπόψη του, πλην άλλων, και τον πανάρχαιο κανόνα: «Πότε έγινε, πώς έγινε, γιατί έγινε», αλλά και τη ρήση του Πολύβιου (Βιβλ.Α,ιδ): «Εξ ιστορίας, αναιρεθείσης της αληθείας, το καταλειπόμενον αυτής ανωφελές γίγνεται».

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

Με αφορμή τη σύγκρουση Βουλής και προέδρου Αρείου Πάγου, σημειώνεται ότι και πριν από 25 χρόνια ο Ελληνικός λαός έζησε την τραγωδία της κορυφής της Δικαιοσύνης, και μάλιστα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο είχε συγκληθεί για να κρίνει τη συνταγματικότητα των λεγομένων «θεσμικών» νόμων της «Αλλαγής».
Ο ίδιος ο τότε πρόεδρος της Κυβερνήσεως Ανδρέας Παπανδρέου υπήρξε αποκαλυπτικός, δηλώνοντας τα εξής πρωτοφανή: «Τα δικαστήρια, και ειδικώς αυτά που κρίνουν θέματα συνταγματικότητα των νόμων, θα πρέπει να είναι άκρως προσεκτικά(…).Ζητούμε απ΄ τη Δικαιοσύνη να μη παραγνωρίσει το βασικό θεμέλιο του Συντάγματος, που είναι ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τα Λαό(...). Αν υπάρξει τάση να υποκατασταθεί η Βουλή από τη Δικαστική Εξουσία, πιστεύω ότι θα υπάρξουν τεράστιοι κίνδυνοι (...).Θα υπάρξει μία κατάσταση, της οποίας δεν μπορώ να προβλέψω την πορεία»…
Έκτοτε πολλές φορές κινδύνευσε η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης στη χώρα, χωρίς όμως να κλονισθεί σοβαρά η συνταγματική τάξη που θεμελιώνεται σε βασικές αρχές, με τις οποίες συμβιώνουν όλοι οι λαοί των δημοκρατικών πολιτειών για δεκαετίες ολόκληρες.
Με τις αρχές αυτές έζησε και ο Ελληνικός λαός για πολλά χρόνια, εκτός ορισμένων ανώμαλων περιόδων. Και οι αρχές αυτές συνοψίζονται στα εξής θεμελιώδη:
α) Όλες οι εξουσίες, η λειτουργίες, κατανέμονται μεταξύ διαφορετικών οργάνων, προς το σκοπό αποτροπής συγκεντρώσεως όλης της εξουσίας σ΄ ένα μόνο όργανο ή σε ένα πρόσωπο.
β) Έχει ρυθμισθεί ο τρόπος οριστικής συνεργασίας των διαφόρων οργάνων της Πολιτείας για τη διατήρηση της πολιτικής διαδικασίας, με την κατανομή και τον περιορισμό της εξουσίας.
γ) Έχουν καθιδρυθεί οι μηχανισμοί για την επίλυση συγκρούσεων του είδους αυτού, χωρίς η κρατική εξουσία να καταφύγει στη βία η την παρανομία.
δ) Έχει, ακόμη, ληφθεί πρόνοια για την προσαρμογή της συνταγματικής τάξεως στην ε ι ρ η ν ι κ η αλλαγή των συνθηκών (αναθεώρηση του Συντάγματος).
ε) Έχει καθορισθεί ο χώρος εντός του οποίου προστατεύονται από τις παραβάσεις της κρατικής εξουσίας, η προσωπική αυτοδιάθεση των πολιτών και η υπ΄αυτών άσκηση των παραδοσιακών αλλά και των συγχρόνων κοινωνικών δικαιωμάτων (όπως η ελευθερία γνώμης, η θρησκευτική ελευθερία, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, η ισότητα απέναντι στο Νόμο, το δικαίωμα της εργασίας, μορφώσεως, ψυχαγωγίας κ.λπ. ως αξίωση προς τη δημοσία αρχή).
Βέβαια, η προσπάθεια υποταγής των συνταγματικά κατοχυρωμένων οργάνων της Δικαιοσύνης στην κρατική εξουσία που ασκεί τη δύναμη, δεν εγκαταλείφθηκε.
Είναι δε γνωστή η τύχη της Δικαιοσύνης στον «εθνικοσοσιαλισμό» του Χίτλερ και στον «υπαρκτό σοσιαλισμό» των Σοβιετικών.Και στις δυο περιπτώσεις η κρατούσα εξουσία δήλωνε πως, εξέφραζε τον λαό.΄Ετσι, στη χιτλερική Γερμανία, οι δικαστές, τα δικαστήρια, οι εισαγγελείς καθώς και οι συνήγοροι-υπερασπιστές είχαν μετατραπή σε όργανα της κρατικής εξουσίας. Η νομική επιστήμη είχε καταντήσει θεραπαινίδα του καθεστώτος και οι νομικοί, γενικά, είχαν μεταβληθεί σε όργανα της θελήσεως του Φύρερ. Τις διακρίσεις των δημοκρατικών πολιτευμάτων, σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους, ο Χίτλερ τις συγχώνευσε σε μία ενότητα: Φύρερ και οπαδοί του!
Στις χώρες του άλλοτε λεγομένου «υπαρκτού σοσιαλισμού», η διάκριση των λειτουργιών αναγνωριζόταν μόνο βάσει της υποταγής όλων των εξουσιών στην κεντρική κρατική εξουσία, τα δε δικαστήρια δεν είχαν το δικαίωμα να κρίνουν αν ο νομοθέτης ψήφισε αντισυνταγματικούς νόμους. Και όλα αυτά βάσει της αρχής του «σοσιαλιστικού συγκεντρωτισμού». Κανένα δικαστήριο δεν μπορούσε να ακυρώσει πράξεις της εκτελεστικής ή νομοθετικής εξουσίας και δεν υπήρχε ακύρωση για αντισυνταγματικότητα.
Σήμερα είναι, γενικά, διαπιστωμένο ότι οι κυβερνώντες παντού ασκούν το μονοπώλιο της εξουσίας σε πολύ μεγαλείτερη έκταση παρά στο παρελθόν. Και για τους λόγους αυτούς η ενίσχυση της διακρίσεως των εξουσιών είναι περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία. Η διάκριση αυτή, μαζί με την ενίσχυση του «πλουραλισμού» των κομμάτων, των οργανώσεων, των ομάδων πιέσεως και των μέσων επικοινωνίας και ενημερώσεως, μπορεί να αποτελέσουν αποφασιστικό φραγμό σε κάθε προσπάθεια μονοπωλιακής ασκήσεως της εξουσίας από οποιοδήποτε όργανο ή κόμμα.
Ειδικώτερα στη χώρα μας, η διατήρηση και η άσκηση της ανεξαρτησίας της δικαστικής συνειδήσεως έχει κεφαλαιώδη σημασία. Το πολύτιμο αυτό έρεισμα εξαρτάται απ΄ τη γνώση, την αρετή και την τόλμη των Ελλήνων δικαστών. «Εν γούνασιν αυ- των» έχει εναποθέσει τις ελπίδες του ο λαός. Γι΄ αυτό και αναμένεται ότι αυτοί, αντιτασσόμενοι στην κομματική αυθαιρεσία, θ΄αποτρέψουν τυχόν κατολίσθηση των κυβερνώντων στη βία ή στην παρανομία, συμβάλλοντας στη διατήρηση της συνταγματικής τάξεως και τη διασφάλιση των ελευθεριών των Ελλήνων.


Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Οι συγγραφεις ως πνευματικοι ανθρωποι στις σημερινές περιστασεις

Του Ματθαίου Χ. Ανδρεάδη

Το καταγωγικό της γραφής

Το καταγωγικό των συγγραφέων ανάγεται στη γεωργική εποχή, τότε που οι άνθρωποι το πρώτον καθιέρωσαν τη γραφή, όταν δηλαδή άρχισαν να εγκαθίστανται. μόνιμα πια, στους τόπους τους, όπου και επιδόθηκαν στην καλλιέργεια της γής.
Και η γραφή καθιερώθηκε ακολουθώντας απ΄την πρώτη στιγμή την κίνηση του βοδιού που όργωνε τη γή, απ΄τα δεξιά στ΄αριστερά, γι΄αυτό ονομάσθηκε βουστροφηδόν η αρχική γραφή. (Αργότερα καθιερώθηκε η αλφαβητική γραφή με τη σημερινή της κατεύθυνση).
Και ο πολιτισμός που με τη γραφή, έκτοτε, καθιερώθηκε αφορούσε, κατ΄ επέκταση, στην καλλιέργεια των ανθρώπων. Η οποία καλλιέργεια, μετέπειτα, στα λατινικά, ονομάσθηκε κουλτούρα, λέξη βγαλμένη απ΄τη λέξη αγκρι-κουλτούρα (των αγρών δηλαδή την καλλιέργεια).

Οι Κορίνθιοι συγγραφείς

Έτσι, ως σήμερα, ανάμεσα σ΄αυτούς που καλλιεργούν, σ΄όλους τους τόπους, τα γράμματα, υπάρχουν και αυτοί που γράφουν, οι συγγραφείς, γενικά (λογοτέχνες,ιστορικοί, επιστήμονες κ.ά).
Η«΄Ενωση Κορινθίων Συγγραφέων» συνεστήθη πριν από λίγους μήνες.
Είναι σύλλογος μη κερδοσκοπικός, που συγκεντρώνει αυτούς οι
οποίοι καλλιεργούν τα Κορινθιακά γράμματα, δηλαδή δημότες ή μη της Κορινθίας, αλλά και άλλους που όμως το έργο τους αφορά στον τόπο μας.
Και όλων αυτών το έργο, έχει από πολλές απόψεις, μεγάλη σημασία.
Ένας απ΄τους σκοπούς μας είναι η συγκέντρωση και προβολή του πολύτιμου αυτών αμητού, τώρα ιδιαίτερα που τα τεχνολογικά μέσα μπορούν και μας βοηθούν, άμεσα και αποτελεσματικά.

Ο ρόλος του συγγραφέα

Αναδεικνύοντας το έργο όλων αυτών που καλλιέργησαν και καλλιεργούν τα γράμματα στην Κορινθία ή των συγγραφέων που έζησαν ή ζουν αλλού αλλά κατάγονται από την επαρχία, ως και αυτών που οπουδήποτε έγραψαν και γράφουν για τον τόπο μας, επιδιώκουμε ν΄ αναδείξουμε και τον ρόλο καθενός απ΄αυτούς, που κόπιασε εργαζόμενος στην προσπάθειά του αυτή.
Ποιός όμως είναι αυτός σήμερα, γενικά. που καλλιεργεί τα γράμματα και σε τι μπορεί να προσφέρει που θα συμβάλλει στην άνοδο του πολιτιστικού επιπέδου του λαού, στην Παιδεία του τόπου, ευρύτερα;
Ιδιαίτερα στις σημερινές περιστάσεις, το ερώτημα από ορισμένους ίσως ειδικεύεται στα εξής: Ποιό σκοπό υπηρετεί ή τι νόημα μπορεί να έχει μια εκδήλωση για τους συγγραφείς; Ή μήπως πρέπει (όπως έχει προβληθεί άλλωστε παλαιότερα σε παρόμοιες περιπτώσεις με το περίφημο primum vivere et dopo filosofare) να καταλάβουμε ότι είναι πολυτέλεια το να µιλάμε για συγγραφείς και τα συναφή ενώ αρχίζει η πείνα των ανθρώπων;
Ποιός μπορεί λοιπόν να είναι ο ρόλος των συγγραφέων, ιδιαίτερα, στον τόπο μας;
Στο σχετικό ερώτημα ως πρώτη απάντηση θα μπορούσα να δώσω αυτό που στιχουργεί ο ποιητής (όπως κάποιος υποψιασμένος φίλος μου υπενθύμισε τις προάλλες) : «Mιλώντας τόσο πολύ για την πείνα, ξεχάσαμε να προστατέψουμε το ψωμί και στο ερμάρι τα ποντίκια χαίρονται τρομακτικές ελευθερίες» (Τάκης Σινόπουλος).

« Η κρίση της παιδείας»


Καλλίτερη απάντηση θα μπορούσαν ίσως να είναι αυτά που μόλις πριν από λίγες ημέρες, στη Θεσσαλονίκη τόνισε ο υπεραιωνόβιος δάσκαλος της γλώσσας και της παιδείας του τόπου μας Εμμ.Κριαράς, απαντώντας σε παρόμοιο ερώτημα:
«Παρά την οικονοµική κρίση µια σωστή παιδευτική πολιτική θα δώσει σύντοµα σηµεία ανόρθωσης του έθνους. Δεν είναι ότι λείπουν τα χρήµατα. Δεν είναι ότι µας λείπει η καλοπέραση. Είναι η ταυτότητά µας η εθνική που δοκιµάζεται.
Καυχόµαστε ως απόγονοι των αρχαίων, καµαρώνουµε για τον αρχαίο πολιτισµό µας τον οποίο αγνοούµε. (…).Δυστυχώς δεν διδασκόµαστε πολιτισµό. Η γλώσσα και η παιδεία είναι συγγενείς έννοιες. Αναμφισβήτητα θλίβοµαι κι΄εγώ βαθειά για τα όσα συµβαίνουν σήµερα. Δεν είναι όµως οικονοµική η κρίση. Είναι πλέον σαφές ότι πρόκειται για βαθειά κοινωνική. Εν τέλει-και αδιαµφισβήτητα-πρόκειται για κρίση παιδείας...», κατέληγε ο Εμμ.Κριαράς.


Η αναζήτηση της Α-λήθειας και η αγάπη του Ωραίου

Θα μπορούσαμε κι΄εμείς, έχοντας αυτά, και όχι μόνο, βέβαια, υπόψη, να δώσουμε, μια εξίσου ουσιαστική απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα που θέσαμε.
Κατ΄αρχάς, ο συγγραφέας, ως δημιουργός κι΄αυτός, στην εξαντλητική του πνευματική περιπέτεια στον κόσμο, δεν αποφεύγει την κοινή δυστυχία και δεν παύει ν΄ασχολείται με τον πόνο.
Ωστόσο, μπροστά του ως στόχο πάντα έχει την αναζήτηση της Α-λήθειας και την αγάπη του Ωραίου.
Κατά τη μεγάλη αυτή διαδρομή απ΄το Α ώς το Ω, βοηθάει στην ελευθερία των ανθρώπων και στην αγάπη της ομορφιάς, ως βαθειές εμπειρίες, που καμμιά παράταξη ή ιδεολογία δεν μπορεί να υπηρετήσει.
Και αυτά τα στοιχεία είναι που εδώ και χιλιετίες μέχρι σήμερα, παρά τους κατά καιρούς πολέμους και καταστροφές, ανακούφισαν και ανακουφίζουν τη δουλεία εκατομμυρίων ανθρώπων, και καμμιά φορά, απελευθερώνουν για πάντα μερικούς.
Και μη νομίζετε ότι αγωνιζόμενοι και κοπιάζοντας ελεύθερα και επίμονα, οι πνευματικοί άνθρωποι παραμένουν ασφαλείς. Διότι, στον «τετραπέρατο» κόσμο που βαδίζουν διατρέχουν συνεχώς τον ασταμάτητο κίνδυνο, πέραν των άλλων, όπως θάλεγε ο Αλμπέρ Καμύ, κατά την πορεία τους στην κορυφογραμμή, όπου κάθε τους βήμα είναι και μια περιπέτεια ανάμεσα σε δύο γκρεμούς, είτε να πέσουν στην ελαφρότητα και ευτέλεια απ΄τη μια είτε να καταποθούν απ΄την εκάστοτε πραγματικότητα, απ΄την άλλη.
Και αν συμβή η μια ή η άλλη περίπτωση, ρόλος πραγματικός των συγγραφέων, άξιος λόγου, δεν μπορεί να υπάρξει.
Επιτρέψτε μου, παρακαλώ, να ζητήσω την κατανόησή σας στην προσπάθεια μου να εκθέσω στο σημείο αυτό τις προσωπικές μου θέσεις.
Τις τελευταίες δεκαετίες με την επικράτηση του καλοζωϊσμού και του μεταμοντερνισμού και υπό τις δυο αυτές εκδοχές, δεν ενδιαφερθήκαμε για το ποιοτικό αποτέλεσμα της Τέχνης και της γραφής, αλλά όπως έχει διαπιστωθεί (Πήτερ Χώλλ) «προσαρμοσθήκαμε και υποταχτήκαμε σ΄ένα κυνικό πολιτισμό, όπου κυρίαρχη τάση ήταν να μην είναι κανείς ούτε πολύ υπέρ ούτε πολύ εναντίον κάποιου πράγματος. Διαρκώς ανάλαφροι, περι¬φερόμενοι με γελάκια και χαμόγελα» (ως life style).
«Κάναμε όχι λαϊκή αλλά τυφλή, λαϊκίστικη τέχνη. Υποστη¬ρίξαμε εν πολλοίς, τη μόδα, την αρχιτεκτονική, την πόπ μουσική, τη βίντεο αρτ και όχι τις εικαστικές τέχνες, την κλασι¬κή μουσική, το θέατρο, το χορό. Πι¬στέψαμε ότι αυτά ήσαν «ελιτίστικες» τέ¬χνες και αδιαφορήσαμε. Εξήραμε στα γραπτά μας τον λαϊκισμό και αποστραφήκαμε τη λεγόμενη ελίτ».
Ακόμη, ως οιηματίες προγονόπληκτοι, θεωρήσαμε τον πολιτισμό τις εξωτερικές του εκδηλώσεις (την εξωτερική του επιφάνεια, τους καρπούς του δηλαδή) στην ιστορία, τη λογοτεχνία, στο θέατρο, στην τέχνη, τη φιλοσοφία κλπ, και όχι τα εσωτερικά του στοιχεία.
Καταλήξαμε, έτσι, στην κυριαρχία ενός «μίζερου και φωνακλάδικου πολιτισμού», εξισωτικού στην πνευματική του αθλιότητα, σ΄ένα «πολιτισμό» που ουσιαστικά υπηρέτησε τον εδραιωμένο εκχυδαϊσμό καί την τυποποίηση της μετριότη¬τας, τον οποίο «πολιτισμικοί μπροστάρηδες» ανάμεσα στους οποίους και επιστήμονες, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες πάσης φύσεως, συγγραφείς, ποιητές κ.λ.π, δημιούργησαν βαθμιαία και σωρευτικά και εμφύτευσαν στο κεφάλι του «Ρωμηού», όπως απαξιωτικά ονομάζουν τον σύγχρονο ΄Ελληνα, και αυτός «έχει υιοθετήσει, με απύθμενη αφέλεια, μέσα σε μιά νοοτροπία ως μοντέρνα δήθεν «ιδεολογία», ένα απόθεμα κοινοτοπιών, προκαταλήψεων, κενών λέξεων, υ¬πολειμμάτων παρωχημένων ιδεών, συνθημάτων και προπαγάνδας, πού θεωρήθηκε έκτοτε πολιτική παιδεία και ολοκληρωμένη πνευματική-πολιτιστική καλλιέργεια».
Όλ΄ αυτά που, πέραν των άλλων, συγκροτούν τις εξωτερικές μόνο εκδηλώσεις, τους καρπούς δηλαδή του σύγχρονου-πολιτισμού μας, δεν είναι τα θεμέλια, οι ρίζες του αληθινού πολιτισμού, είναι άλλα.
Φτάσαμε, λοιπόν, σ΄ένα τρόπο ζωής και συμπεριφοράς προς τους άλλους και προς τον εαυτό μας τουλάχιστον δυσαρμονικό.
Και σήμερα, στην κοινωνική μας διαβίωση, καταπιεσμένη και υποκριτική, όπως έγινε, κυριάρχησε ο φόβος, για τη ζωϊκή μας ύπαρξη, προ παντός, άσχετα αν προλάβαμε και αποκτήσαμε τελειοποιημένες μηχανές για τις συγκοινωνίες μας στον διασκεδαστικό στον πολιτισμό μας, και άλλα τινά.

«Γούστο» μας

Και σε κάθε περίπτωση, αν αυτό είναι δικαίωμα και «γούστο» μας, ασκήσαμε τα δικαιώματά μας χωρίς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις. Άρχίσαμε να μη θέλουμε να γνωρίζουμε οτι η ελευθερία μας, στην καθημερινότητα, σταματάει εκεί όπου αρχίζει η ελευθερία των άλλων. Ούτε ότι δεν πρέπει να κάνουμε στους άλλους ό,τι δεν θέλουμε να κάνουν οι άλλοι σε μας, ώστε να υπάρχει αρμονική συμβίωση.
΄Οσον αφορά στο γούστο:Έχει επισημανθεί ακόμα και απο μοντέρνους πανεπιστημιακούς, ότι «τα νέα στρώματα της κοινωνίας, στα οποία, ανήκουν και μισθωτοί και νέο- προλετάριοι, διεκδίκησαν την κοινωνική τους «διάκριση» μέσω της ιδεολογικής, πολιτιστικής και «αισθητικής» ενσωμάτωσής τους στο ανώτερο» κοινωνικό στρώμα των (μικρο) αστών, προβάλλοντας το δικό τους, ατομικό-υποκειμενικό «γούστο».
Ισοπεδώθηκε ο «πνευματικός» (culture) με τον «υλικό» (civilisation) πολιτισμό, γιατί ο δεύτερος βοήθησε ώστε τα πολιτιστικά αγαθά να γίνουν εμπορικά και να θεωρούνται, οιονεί "φαγώσιμα" προϊόντα, σύμφωνα με των καταναλωτών τα "γούστα", αφού gusto (λατινικά gustus) ίσον «γεύση».

Και «χρήσιμα»…

Το ερώτημα ωστόσο παρέμενε αναπάντητο: Kαλλιεργούμε, έτσι, τα στοιχεία εκείνα που είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για ν΄ανθίζουν τα γράμματα και οι τέχνες, οι επιστήμες και η φιλοσοφία, γενικώτερα;
Στην εκπαίδευσή μας, έχουμε επιβάλει τα άμεσα χρήσιμα ενώ στην πράξη περιφρονήσαμε αν δεν αλλοιώσαμε το παρελθόν.
Αναπροσαρμόσαμε τις σπουδές στις μοντέρνες τάσεις και εγκαταλείψαμε όσα στοιχεία μοιάζουν επιθετικά προς το ιδεώδες της δημοκρατικής oμoγενoπoιήσεως.
Ηθελημένα παραμελήσαμε την ιστορία, απορρίψαμε έργα, που δεν ταίριαζαν με τις τρέχουσες μόδες και προκαταλήψεις, απωλέσαμε την ποιητική μνήμη και δείξαμε απροκάλυπτη εχθρότητα προς την ιδέα ότι υπάρχουν κάποια αντικειμενικά κριτήρια ποιότητας.
Και όπως οδυνηρά ήδη διαπιστώσαμε «οι περισσότεροι απ΄τους νέους μας δεν μπορούν πιά ν΄ αναγνωρίζουν, πόσο μάλλον να μνημονεύουν, ούτε τα πιο κεντρικά σημεία των κλασικών ή άλλων κειμένων(...) που υπήρξαν και η αλφάβητος των νόμων και των θεσμών μας (…) Οι νέοι δεν απομνημονεύουν πλέον. Οι εσωτερικοί (τους) χώροι έμειναν άφωνοι ή βρίθουν από ηχηρά τετριμμένα».
Η «αρχαιομάθεια» κατέστη άσχετη με το σύγχρονο κόσμο, ενώ προβλήθηκε το επιχείρημα, οτι η συσσώρευση γνώσεων είναι ελιτίστικη, που στοχεύει στην όξυνση των κοινωνικών διακρίσεων...
Πολλοί αμερόληπτοι ειδικοί, σαφώς είναι τελείως αντίθετοι (όπως ο σύγχρονός μας γνωστός ξένος συγγραφέας Ρίτσαρντ Χόγκαρτ, προερχόμενος από οικογένεια εργατών, στο βιβλίο του «Η χρησιμότητητα του να είσαι εγγράμματος») στην ιδέα ότι η μάθηση είναι ελιτίστικη, και αναφέρονται στoν σχετικισμό.
Ο σχετικισμός υποστηρίζει οτι δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια για τη γνώση και τις ηθικές αρχές, διαφορά π.χ., ανάμεσα στα έργα του Σαίξπηρ και τα σενάρια του Κουέντιν Ταραντίνο,κ.ο.κ.
Ο σχετικισμός, που επεκτείνεται σ’ όλους τους τομείς όπου ίσχυαν κάποτε τα αντικειμενικά κριτήρια, συνεπάγεται, (λέει ο Χόγκαρτ), την ισοπέδωση, την πεποίθηση, ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλα τα πράγματα έχουν ίση αξία. Τώρα δε τελευταία καμμιά αξία. Εδώ και στον κόσμο όλον.
Και έτσι φτάσαμε στη συγκλονιστική κυρία Έρση, την Ελλάδα δηλαδή που συγχισμένη γιατί αργήσαμε να εξισωθούμε με τους άλλους, δείχνει να τα έχει χαμένα.(Βλ «Η γραμμή του ορίζοντα» του Χρ.Βακαλόπουλου).

Το οδυνηρό «ξύπνημα»

Και τώρα; Παρά τ΄άλματα που ήθελε η κ.΄Ερση, μείναμε στα μέσα του δρόμου προς την Ευρώπη.Τώρα ξυπνάμε απ΄τον συμποσιασμό της κουλτούρας και την οιονεί βακχεία μας,και φοβόμαστε για το μέλλον.
Ψάχνουμε να βρούμε το σωστό βηματισμό μας. Και ο λόγος που δυσκολευόμαστε είναι ότι η κουλτούρα έχει πάψει να είναι στην υπηρεσία των πνευματικών ανθρώπων, ενώ αντίθετα επιμένει να θέλει αυτούς στην υπηρεσία της.
Και όμως, πάντοτε στις κρίσιμες στιγμές του τόπου η κουλτούρα είχε ηγέτες (όπως και τώρα συνομολογείται-βλ. Σπ. Ασδραχά και άλλους) οι οποίοι οδήγησαν τους Έλληνες σε μεγάλες εξάρσεις που χωρίς αυτούς τους πνευματικούς οδηγούς, δεν μπορούσαν να νοηθούν.
Όπως το ίδιο συμβαίνει και στη διεθνή πραγματικότητα:
Στις 18 Νοεμβρίου 2002, η Ρωσία γιόρτασε τα σαράντα χρόνια απ΄την (παράνομη) κυκλοφορία του έργου του Αλεξάντερ Σολτζενίτσιν «Μία μέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς».Του απονεμήθηκε φόρος τιμής, και τονίσθηκε, ανάμεσα σ΄άλλα, οτι «χωρίς τον Ιβάν Ντενίσοβιτς δεν θα υπήρχε περεστρόϊκα, ούτε μεταρρυθμίσεις».
Και στα καθ΄ημάς, ανάλογα δημιουργικά πνεύματα στις σύγχρονες συνθήκες μπορούν, ωστόσο, να βρεθούν. Γιατί αυτά χρειάζεται πια η κοινωνία μας. Πνευματικούς ανθρώπους, που θα εμπνεύσουν στο λαό αισιοδοξία και πίστη στις δημιουργικές δυνάμεις του τόπου. Και που χωρίς ν΄ απομακρυνθούν απ΄τις ντόπιες πηγές της εμπνεύσεως (που, δυστυχώς, για αρκετό καιρό είχαν ή έχουν περιθωριοποιηθεί), μπορούν ν΄ανοίξουν το δρόμο, αργά αλλά σταθερά.
Θα χρειασθεί έτσι ένα μεταβατικό διάστημα για τη λύση του προβλήματος.
Το οποίο πρόβλημα, κυρίως, έγινε αφόρητα ψυχολογικό. Γιατί, αιωρούμενοι στο κενό, απομακρυσμένοι απ΄το συλλογικό μας, και καθένας μας εγωϊστικά ατομοκρατούμενος, μείναμε χωρίς προϋποθέσεις και εφόδια, με συνέπεια να αγχωνόμαστε ότι δεν θα μπορέσουμε να τα καταφέρουμε στη συντριπτική πίεση των πραγμάτων. Ενώ τώρα ιδιαίτερα χρειάζεται να βρούμε τις δυνάμεις μας.
Και πώς θα μπορoύσαμε να το πετύχουμε αυτό;

Το νέο ξεκίνημα

Σε πρώτη φάση με μια εξελικτική οπισθοχώρηση, για ένα γρήγορο ξεκίνημα προς τα μπρός. Όπως ο δρομέας των μικρών ταχυτήτων. Ενα reculer pour mieux sauter, μια συσπείρωση πριν απ΄την εκτίναξή μας.
Ή απ΄τη θέση όπου, για πολλοστή φορά στην ιστορία, μας έρριξε ο σισσύφειος εαυτός μας, ν’ανέβουμε πατώντας σε ώμους γιγάντων, για να δούμε μακρύτερα και να καινοτομήσουμε τα πράγματα. Γιατί αυτοί που καινοτόμησαν πάντοτε «στάθηκαν στις ανοιχτές γωνίες της ιστορίας, εκεί όπου τα ρεύματα από διαφορετικούς πολιτισμούς και από διαφορετικά κλίματα αντάμωναν», σε όλους τους αιώνες».
Κατά την παλινδρομή μας αυτή θα μπορέσουμε, στρεφόμενοι προς τα εκεί ν΄αντλήσουμε δυνάμεις, όπως σε όλες τις περιστάσεις έπραξαν οι δημιουργικοί λαοί ώστε να εκτιναχτούμε μπροστά. Και αυτό μπορεί να γίνει σήμερα.
Στο σημείο αυτό, οι συγγραφείς, ως πνευματικοί άνθρωποι, έχοντας στέρεα κριτήρια αξιολογήσεως των φαινομένων του βίου, μπορούν με έμφαση στο έργο τους, με ύφος και ευαισθησία, ελεύθεροι, να δημιουργήσουν έργα για τους πολλούς με συνέπεια, μόχθο και επίδοση (αναγκαίες ψυχικές και πνευματικές δυνάμεις, που χρειάζεται να διαθέτει και ν΄ ασκεί ο αληθινός δημιουργός) κι΄ετσι να μπορέσουν ν΄ αποτελέσουν πα¬ραδείγματα και πρότυπα για τους πολλούς, σε όλους τους χώρους της πνευματικής ζωής, στον καλλιτεχνικό στί¬βο και σε κάθε εκδήλωση του βίου, γενικά.

Διακινδύνευση και άξιο έργο

Και την ελευθερία τους μπορούν να τη βρουν διακινδεύοντας. Πράγμα που απαιτεί προσωπικό τίμημα (όχι, βέβαια, της αγοράς) ν΄αφήσουμε δηλαδή τον εντατικό ρυθμό προς απόλαυση καταναλωτικών αγαθών, και ν΄αρχίσουμε να οργανώνουμε ισορροπιστικά την προσωπικότητά μας για ένα ξεκίνημα στον δρόμο προς την κατάκτηση και απόλαυση ύψιστων πνευματικών αγαθών.
Και το επίτευγμα αυτό, για να έχει πνευματική αξία δεν μπορεί να υπακούει σε οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς ούτε, βέβαια, σε ιδεολογικούς και προπαγανδιστικούς σκοπούς.
Έτσι, ο λογοτέχνης λ.χ, αλλά και όλοι οι συγγραφείς, γενικά, μπορούν με πρωτοτυπία, έμφαση και οικονομία, να δημιουργήσουν έργα με πληρότητα στο εσωτερικό τους σύνολο, με ρυθμό και συμμετρία στην ισορρόπηση της δομής τους ώστε να προκαλέσουν την αναγκαία εκείνη μυστική γοητεία Ομορφιάς, που οδηγεί σε μιά, οιονεί, ακτινοβόλα εξύψωση του νου και της καρδιάς, και από εκεί στην κάθαρση.
Και έχει διαπιστωθεί (Ραλφ ΄Εμερσον), πως «όταν απολαμβάνεις ένα βιβλίο λ.χ, τέτοιας ποιότητας που αφορά μεν τον τόπο σου αλλά ανάγεται στις μεγαλειώδεις εκφάνσεις της παγκόσμιας συνείδησης και αφορά πολύ περισσότερο στην καθημερινή μας ζωή απ΄ο,τι ο φετεινός Καζαμίας ή η εφημερίδα της ημέρας, τότε τα μηνύματά του μεταδίδονται όχι με τα χείλη ή με της γλώσσας την άκρη, αλλά με τη ρόδινη λάμψη που παίρνουν τα μάγουλα και με τους παλμούς της καρδιάς μας», εξυψώνουν τον φιλότεχνο αναγνώστη κάνοντάς τον να αισθανθεί με τις δικές του (συνεχώς καλλιεργούμενες ψυχικές και πνευματικές) δυνάμεις, υψηλού επιπέδου απόλαυση.
΄Οσον αφορά στους ποιητές, που να μη ξεχνάμε απ΄αρχής έχουν «οξύτερον βλέμμα», ενώ φαίνονται πως είναι από «σκέτο σύννεφο», όπως λέει ο Οδ. Ελύτης, στην πραγματικότητα είναι «καμωμένοι από πέτρες, από αίμα, από σίδερο και από φωτιά. Και ας τους λιθοβολούν και τους φωνάζουν Αεροβάτες».
Και ευχή μας είναι, σε όλες τις μορφές άξιας Τέχνης, να κυριαρχήσουν η πληρότητα, η αρμονία και η αισθητική αυτη ακτινοβολία.

***
Και ο ιστορικός συγγραφέας;
Αυτός, ερευνώντας όλες τις πηγές, μπορεί απροκατάληπτα, αντικειμενικά και ευσυνείδητα, να δημιουργεί έργο αλήθειας. Γιατί η αλήθεια της Ιστορίας, μας επιτρέπει να συνειδητοποιούμε τον ατομικό και συλλογικό μας εαυτό, μας δείχνει τους ευρύτατους ορίζοντές μας και κομίζει τις αξίες της Παραδόσεως οι οποίες θεμελιώνουν τη ζωή μας. Για μας τους 'Ελληνες, καμμιά πραγματικότητα δεν είναι τόσο ουσιαστική όσο η Ιστορία, ιδιαίτερα η δική μας Ιστορία.
Με την Ιστορία μαθαίνουμε ποιά επιτεύγματα υπήρξαν καί ποιοί όλεθροι συνέτριψαν προσπάθειές μας.
Έτσι, συνειδητοποιώντας τα βήματά μας μπορούμε να προχωρούμε στη ζωή με αμφίπλευρο τον φωτισμό, του παρελθόντος και του παρόντος.
Και αν ο ιστορικός συγγραφέας κατορθώσει και δώσει όλ΄αυτά, είναι βέβαιο ότι θα βοηθήσει τον απροκατάληπτο και καλοπροαίρετο αναγνώστη του να κρίνει αν πέτυχε ή όχι να φωτίσει την ιστορική α-λήθεια ιδιαίτερα αν το έργο του διακρίνεται απ΄την ακρίβεια, τη σαφήνεια και την γλαφυρότητα.
Και ο επιστήμονας, κοινωνικός ή άλλος;Αυτός (και όχι μόνο αλλά ο καθένας μας), όταν βλέπει (όπως έλεγε ο κατ΄εξοχήν ορθολογιστής της Δύσης Καρλ. Πόππερ) ότι μια επιστημονική θεωρία είναι ακα¬τάλληλη γιατί δεν συμφωνεί με τα γεγονότα, την αφήνει να πεθάνει. Και είναι έτοιμος ο επιστήμονας να εγκαταλείψει την θεωρία του ή να την τροποποιήσει αν συμβούν ορισμένα πράγματα που αποκλείουν ή απαγορεύουν την υπόθεση εργασίας του. Ψάχνει συνειδητά και με κριτικό πνεύμα για τα λάθη του με την ελπίδα να μάθει κάτι από την ανακάλυψη των σφαλμάτων του και την εγκατάλειψη της υποθέσεώς του. Αυτό είναι το πιο αποφασιστικό φαινόμενο που συνιστά τη διαφορά μεταξύ ιδεολογικής-δο¬γματικής και κριτικής σκέψης.


Ο πνευματικός άνθρωπος

Ώστε λοιπόν, κύρια προσόντα τα οποία χαρακτηρίζουν τον πνευματικό άνθρωπο και που (έχει διαπιστωθεί) προϋποθέτουν «θέληση, μόχθο, ένταση κουράγιο, ζήλο, συγκέντρωση των πνευματικών και προσωπικών δυνάμεων ως το τέλος», και άλλα ουσιώδη, είναι «η ελευθερία, η διανοητική περιέργεια, η αναζήτηση του ωραίου, γενικά, η αγάπη της σοφίας. Αυτά οδηγούν στην παιδεία (που σημαίνει προχώρημα-βάδισμα) με σκοπό την ανύψωση απ΄ τή διάσπαση και τον πολυμερισμό στην ενότητα του όντως όντος, ήτοι στην αλήθεια ως κατανόηση».
Και ο πνευματικός άνθρωπος, όπως έχει σπουδαία τονισθεί, διακρίνεται για την ευμενή του διάθεση, τη φυσική ικανότητα εξαιρετικής συγκεντρώσεως, το εξυψωμένο ηθικό συναίσθημα, την έλλειψη προσωπικής εμπάθειας (κυριολεκτικά ά-φθονος), είναι απ΄τη φύση του εύχαρις, φίλος της δικαιοσύνης και της σωφροσύνης, συγγενής της αλήθειας, μεγαλόπρεπος και έχει γενικά ένα δυναμικό οργανισμό καλλιτεχνικού-ποιητικού τύπου».
΄Ολοι εμείς της ΄Ενωσης των Συγγραφέων Κορινθίας το δρόμο αυτόν βαδίζουμε. Και θα δούμε σχετικά. Σεις πάντως θα βρείτε το μέτρο να μας κρίνετε. Κι΄ έχουμε καιρό μπροστά μας.
Κι΄εγώ προσωπικά, όλους εσάς που με αντέξατε τόση ώρα, θερμά σας ευχαριστώ!

Κόρινθος 13.2.2011

Οι διανοουμενοι

Του Ματθαίου Χ.Ανδρεάδη

Τελούμε σε άγνοια του γεγονότος οτι και τον αστικό τρόπο ζωής στη Δύση και τον σοσιαλισμό στην εργατική τάξη οι διανοούμενοι τα εισήγαγαν (στη δεύτερη περίπτωση,όπως λένε οι Κάουτσκυ-Λένιν,μικροαστοί διανοούμενοι).Και αυτοί ήσαν:
α) Στην αστική κοινωνία, εκείνες οι ιδιοφυϊες-καλλιτέχνες, ποιητές, επιστήμονες και φιλόσοφοι που προέρχονταν, βέβαια, απ΄την αστική τάξη, αλλ΄αποτελούσαν την άρνησή της, γιατί δεν ανήκαν σε καμμιά τάξη (καθ΄ό αταξικοί,«ως πετεινά του ουρανού», που «δεν σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν»), οι οποίοι φρόντισαν ν΄ανθίσουν οι τέχνες και οι επιστήμες ως «πνευματικά φαινόμενα».
Και είναι αλήθεια πως η δυτική κοινωνία ως «δυναμική κοινωνία», ευρισκόμενη, απ΄αρχής, σε διαρκή ρευστότητα και «εκτεθειμένη οργανικά σε συνεχή τυχοδιωκτισμό, εξαιτίας των νόμων του ελευθέρου συναγωνισμού», επέτρεψε στο βουλητικό άτομο ν΄αναπτύξει τις θεμελιώδεις αρετές του, οι οποίες αποτελούν οιονεί δωδεκάλογο,όπως είναι η «αγία οικονομία», ο ορθολογισμός, ο ρεαλισμός, η σκοπιμότητα, η υπολογιστικότητα και λογιστική, η χρησιμοθηρία, η εμπορική ηθική, ο σχετικισμός, ο συμβατισμός, ο συμμορφισμός, η ανεσιοκρατία και η υλική ευημερία.
Ετσι όμως συγκροτημένη η δυτική κοινωνία, θα ηταν ιδεολογικά και ηγετικά αδέσποτη, ελάχιστα σεβόμενη οποιαδήποτε πνευματική, ηθική, καλλιτεχνική, πολιτιστική και πολιτική αξία αν δεν υπήρχε η ανοιχτή αυτή αταξική κατηγορία των διανοουμένων, όπως έχει σημειώσει, εύστοχα, ο ακόμα αγνοημένος ιδιοφυής κοινωνιολόγος Ε. Λεμπέσης. Και αυτοί είναι (όπως θα μπορούσαν εδώ, επιπρόσθετα,αναλογικά να ισχύσουν,οσα σχετικά έχει πει ο ΄Αρνολντ Τόϋνμπη) οι εμπνευσμένοι (πλήν απομονωμένοι) εκείνοι διανοούμενοι,οι οποίοι αναπηδώντας μέσα απ΄την αστική τάξη,ιδιαίτερα όταν συνέβαινε πολιτιστική μεταβολή ή παρακμή, να διοχετεύουν σε όλη την κοινωνία τη δημιουργικότητά τους, με αποτέλεσμα το κοινωνικό σώμα όχι μόνο να ξυπνάει αλλά και να παίρνει ζωή,ξανά. Και το πιο ουσιώδες:Ο πολιτισμός να βρίσκεται,έτσι,στην υπηρεσία των διανοουμένων και όχι οι διανοούμενοι στην υπηρεσία του πολιτισμού. Και σε κάθε περίπτωση οι διανοούμενοι να επιζούν,για μεγάλο διάστημα,της κοινωνίας που οι ίδιοι δημιούργησαν.΄Ολες αυτές οι καλλιτεχνικές,ποιητικές,κ.ά ιδιοφυϊες των δυτικών κοινωνιών στο χώρο τους, δεν αγνόησαν, βέβαια, τα λαϊκά στοιχεία πολιτισμού τους. Αντιθέτως, αφού τα προσέλαβαν και με το ταλέντο τους τα επεξεργάστηκαν, με προβλη ματισμό, τα ανέδειξαν, ενώ ως σχήματα και φόρμες τα ξεπέρασαν, χωρίς ν΄απομακρυνθούν απ΄τις πηγές αυτές της εμπνεύσεως.΄Ετσι, αναδείχθηκαν οι μεγαλύτεροι ποιητές, μουσικοσυνθέτες, θεατρικοί συγγραφείς, λογοτέχνες και άλλοι στις δυτικές κοινωνίες τους τελευταίους αιώνες οι οποίοι και επιβιώνουν μέχρι τώρα
Αν θελήσουμε ν΄ασχοληθούμε σοβαρά με τη δική μας περίπτωση θα πρέπει ν΄απαντήσουμε σε καίρια ερωτήματα που από καιρό έχουν προκύψει και που ακόμη παραμένουν, ουσιαστικά, αναπάντητα: Κυριάρχησε και ποιός ατομικι σμός στον νεοελληνικό βίο; Πόσος και τι είδους νέο ελληνικός βίος αναπτύχθηκε;΄Ηταν ο βίος αυτός αστικός ή όχι; Ποιοί δικοί μας διανοούμενοι (χωρίς και με εισαγωγικά) δέχθηκαν ή αρνήθηκαν τα λαϊκά στοιχεία και ποιά ησαν αυτά; Αυτά και άλλα ζωτικά ερωτήματα του καιρού μας,που θα μας απασχολήσουν εδω.

Η ατελέσφορη διανόηση

΄Ολοι οι σοβαροί ιστορικοί θεωρούν βέβαιο πως η Δυτική Ευρώπη και η Ελληνική Ανατολή ξεκίνησαν,πριν χίλια χρόνια περίπου,σχεδόν,ταυτόχρονα,την πορεία τους για την ανάπτυξη του «αυτοδύναμου ανθρώπου». Ωστόσο, η διεργασία για την εξατομίκευση που άρχισε πριν απ΄τον Προτεσταντισμό, τον 12ο αιώνα, και που σήμαινε βαθμιαία συμμετοχή του πολίτη ως αυτοσυνείδητης προσωπικότητος στην κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη, στην Ανατολή δεν άργησε να ματαιωθεί, όπως έχει σημειωθεί,εδώ σχετικά (βλ.9.7.2004) και τούτο γιατί εκει δεν ευδοκίμησαν αντίστοιχα αυτοσυνείδητα και ικανά άτομα, με πρωτοβου λία, ριψοκίνδυνα και αποφασιστικά,ως εφευρέτες, έμποροι, τραπεζίτες κ.ο.κ., με τον τρόπο της Δύσεωςπου θαύμαζε ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός με το περίφημό του: «΄Αλλοτέ ποτε η σοφία κατηυθύνετο εξ ανατολών προς δυσμάς, εκ των Ελλήνων προς τους Λατίνους. Τουναντίον τώρα κατευθυνομένη εκ δυσμών προς ανατολάς, έρχεται προς τους ΄Ελληνας». Και η όποια προσπάθεια που έγινε τότε, οφείλεται σε λίγα διακεκριμένα άτομα (λόγιους και καλλιτέχνες), ήτοι στους βυζαντινούς διανοουμένους. Σ΄αντίθεση,λοιπόν,προς τη Δύση της ίδιας εποχής,όπου η υλική υποδομή για οικονομική ανάπτυξη και η ύπαρξη του δραστήριου και ελεύθερου πολίτη ως υποκειμένου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, βαθμιαία, άρχισαν ν΄ αποδίδουν καρπούς, ακριβώς απ΄την συναφή προσπάθεια των εκει διανοουμένων, στην Ανατολή η υποδομή ήταν μηδενική και η ατομικότητα ως ελεύθερη μονάδα δικαιωμά των και υποχρεώσεων ανύπαρκτη.’Ετσι, η περιπέτεια της Ελληνικής εξατομικεύσεως ναυάγησε για αιώνες, παρά τις κατά καιρούς απόπειρες.
Μετέπειτα ελάχιστα ήσαν τα πρόσωπα που διεδραμάτισαν ουσιώδη ρόλο στην πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου και καθόρισαν,με όποιο τρόπο,τη συνειδητή πορεία του έθνους και του λαού,πριν δε την εθνική ανεξαρτησία,αυτά ησαν ή γηγενή λαϊκότροπα, όπως ο Κοσμάς ο Αιτωλός ή επιφανείς ομογενείς (Ρήγας Φεραίος, Κοραής και άλλοι), οι οποίοι ζήτησαν να «μετακενώσουν» τις Ευρωπαϊκές ιδέες στον Ελληνικό χώρο. Αλλ΄ούτε και αυτοί μπόρεσαν ν΄ αντιμετωπίσουν συνήθειες και έθιμα στον λαό ριζωμένα από αιώνες, αφου η μόρφωση των Ελλήνων κατά τους χρόνους της δουλείας είχε ταυτισθεί, με τη μοίρα του έθνους. Και όπως εκείνο έτσι κι' αυτή, ειχε ξεπέσει.Στην κατάσταση του ξεπεσμού,με την ελευθερία για πολιτική δραστηριότητα απούσα,δεν ηταν δυνατή και η ελευθερία για οποιουδήποτε είδους οργανωμένη ανάπτυξη της παιδείας. Την κατάσταση αυτή τόνιζε εξάλλου,εκτός των άλλων,και το «Πηδάλιο της νοητής νηός» του Νικόδημου του Αγιορείτη,καθιερωμένο ουσιαστικά,ως λαϊκό δίκαιο που απαγόρευε,με την ποινή της καθαιρέσεως στον κληρικό και αφορισμού στον λαϊκό,ενδεικτικά:αα)Τη συμμετοχή τους στα καρναβάλια (γιορτές των «ειδωλολατρών». ββ) Να τρώνε και να πίνουν λαϊκοί με μουσικά όργανα καί μέ «πορνικά καί δαιμονιώδη τραγούδια»,ή να πλησιάζουν σε θέατρα και θεωρούν «χορούς και κωμωδίας»,ή να χορεύουν,παίζουν όργανα στους γάμους, ή γίνονται «μίμοι» (ηθοποιοί) ή λούζονται με Εβραίους ή τους προσκαλούν «εις ιατρείαν» (ΙΑ Κανών της εν Τρούλλω-697 μ.Χ συνόδου).Να κοσμούν το σώμα «περιττώς τε και περιέργως» Ή να κόβουν τά μαλλιά τους,ή τα βάφουν,ή ξυρίζονται και «καταντούν γυναικοπρόσωποι», ή να βάφονται οι γυναίκες.(Προ παντός) γγ) την ανάγνωση «αιρετικών βιβλίων»,που έπρεπε «να κατακαίωνται», όπως επίσης των βιβλίων του «αθέου Βολταίρου.Τα φανεράν αθεϊαν διδάσκοντα, τα αντιχριστιανικά, τα μιάσματα του κόσμου. Η κοινή πανούκλα και γάγγραινα, και απώλεια τόσων και τόσων ψυχών».Τα «ερωτικά βιβλία,η ρίμα του Ερωτόκριτου» (σημ.,του Βιτσέντζου Κορνάρου),«της Ερωφίλης» (σημ.,του Χορτάτζη),«της Βοσκοπούλας» (σημ.,σέ μετάφραση του Ρήγα Φεραίου) καί άλλων.Ομοίως και τα «γελωτοποιά και άσεμνα,καθώς είναι η Χαλιμά,ο Μπερτόλδος,του Σπανού η φυλλάδα».Γι΄αυτό,οι γράφοντες,εκτυπώνοντες,αγοράζοντες, αναγινώσκοντες και ακούοντες αυτά «βαρέως αμαρτάνουσι, και ας διορθωθούν».Γενικά και στην καθ΄ημάς Ανατολή «η ατομικότητα ταυτιζόταν με την αμαρτία».

Εξαστισμός...

Στην αλλοδαπή εργαζόμενος, τουλάχιστον απ΄ τον 19ο αιώνα, ο ΄Ελληνας, σε μεταρρυθμιζόμενα πολιτικά και θεσμικά πλαίσια, που προωθούσαν την καινοτομία με τις τεχνολογικές εφευρέσεις και την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσεως, τόσο στην παραγωγή όσο και στη διανομή των αγαθών, πέτυχε να αυτοεπιβεβαιωθεί, αξιοποι ώντας τα προσόντα του,ενώ απέκτησε πολιτιστικές εμπειρίες για την πολυσχιδή του πρόοδο, γονιμοποιώντας και τις παραδοσιακές του καταβολές.
Στην Ελλάδα, όπου απ΄ την Παλιγγενεσία και εντεύθεν επιδιώχθηκε να εφαρμοσθούν ξένα πρότυπα, τα οποία αγνόησαν «και κλίμα και γή και κατοίκους», ο «Ρωμηός» και για ιστορικούς λόγους (εσωτερικές φαγωμάρες και εξωτερικές περιπέτειες), μέσα σε μια καθυστερημένη και
μίζερη, πολιτικά και θεσμικά, δραστηριότητα, υποχρεώθηκε να ζήσει αναπτύσσοντας τον εαυτό του και ασχολήθηκε με τα πολιτιστικά του δρώμενα,αναπαράγο ντας και καλλιεργώντας τα λαϊκά,κατά κανόνα,παραδο σιακά του στοιχεία, στις τέχνες,την αρχιτεκτονική,στη μουσική,στη λαογραφική («μυθοπλαστική») ικανότητα,στα εορταστικά ήθη και έθιμα κ.λπ.
Δεμένος ως λαογενής με τις Παραδόσεις του,διακρίθηκε για τις αρετές και τα ελαττώματά του.Έχοντας χαρακτηρι σθεί «αυθεντικός στο πνεύμα της ανιδιοτέλειας και στην επιτέλεση του χρέους,στη συντροφικότητα αλλά και στην εγωϊστική κατοχή της αυτοτέλειάς του» βρέθηκε (εν αρχή,
τουλάχιστον) μακρυά απ΄τη μαζοποίηση.
«Ανεπιτήδειος, ζεστός ως πλησίον, στοργικός, αλληλέγγυος σε ευτυχισμένες και δυστυχείς στιγμές, φιλόξενος, με ταπεινότητα που κατά τις περιστάσεις μεταλλασσόταν στην αντιθετική του φύση,ρεαλιστής και συγχρόνως ονειροπό λος, μονόχνωτος και διαχυτικός,ενστικτώδης και λογικός,
πρόχειρος και συστηματικός,δύσπιστος προς τους ξένους και θαυμαστής τους, υπερασπιστής των «πατρίων ηθών» και τιμητής του «Ρωμαίϊκου», τοπικιστής αλλά και περιφρονητής των επαρχιακών διενέξεων, εύπιστος, καχύποπτος και οξύνους,αλλά «επαναστάτης» και δημο κράτης, τίμιος και αδίσταχτος, μοιρολάτρης και σκεπτικιστής, εύστροφος και ευφυής,αλλά αναβλητικός και αυτοσχεδιάζοντας, ευαίσθητος και απερίσκεπτος, μελαγχολικός και εκρηκτικός στη χαρά του,ταχύς στις από φάσεις του και φιλότιμος», διακρίθηκε στο να «λύνει» όλα τα εσωτερικά και διεθνή προβλήματα στον «μεγάλο κοινωνιοπλαστικό παράγοντα»,το ελληνικό καφενείο, «εγκρατής και λιτός αλλά διονυσιακός και απολλώνειος,
ανατολίτης και «ρεμπέτης»,αλλά και φίλος της λαϊκής και δημοτικής μουσικής, δεισιδαίμονας και «αντισκοταδιστής», αυθόρμητος και συγκρατημένος (εγκεφαλικός) νοσταλγός του παρελθόντος αλλά έχοντας βαθύ καϋμό για την προκοπή του τόπου και το μέλλον της πατρίδος του»,κ.ά.
Απ΄τη δεκαετία του 1950 κι΄έκτοτε, άρχισε μαζικά την έξοδό του προς τις πόλεις. Καθ’όλη την τελευταία υπερπεντηκονταετία κατέφευγε (ιδιαίτερα ο «Ρωμηός» της πρώτης γενηάς), στριμωγμένος και ασθμαίνοντας,στους νέους του χώρους, στα ντόπια άστεα δηλαδή,όπου άρχισε ν΄ασκεί, ανταγωνιστικά,τον βιωτικό του αγώνα που, πρακτικά,τον απομάκρυνε απ΄τα «οικεία» του ήθη (και ήθος σημαίνει κατοικία).
΄Ηταν βέβαια δύσκολο ν’αρχίσει και ασφαλώς ν’αποκτήσει (πόσο μάλλον να δημιουργήσει) νέα,προ παντός πολιτιστι κά, «ιμάτια», βιωματικά απεκδυόμενος, ως «παλαιωθέντα τα παλαιά του».
Γιατί, όπως λέει και ο ποιητής (που έβλεπε μακρυά,γιατί πάντα ο αληθινός ποιητής «έχει οξύτερον βλέμμα») έπρεπε να περιμένει, βρίσκοντας νέους καλλιεργήσιμους χώρους, «να μεγαλώσει το χορτάρι που θα έτρεφε το πρόβατο, για να (του) δώσει μαλλί που θα (του) χρειαζόταν για το και νούργιο (του) ρούχο». Και προς τούτο έπρεπε να περάσουν δεκαετίες σκληρής δοκιμασίας.
Στους άξενους χώρους του,λοιπόν,παρέμεινε έκθετος και εν πολλοίς ασύνδετος προς τον όποιο, χθόνιο ή οθνείο, ορθολογισμό.
Μπορούμε,άραγε,να πούμε έτσι πως ο «Ρωμηός» με τον διφυή του χαρακτήρα, σφυρηλατημένο στην εκκαμίνευση αιώνων ιστορικής ακμής αλλά και καταπτώσεων και συμφορών, απέτυχε, κυμαινόμενος ανάμεσα στην αυτο ϋπέρβαση και στην αυτοεπιβεβαίωση; Θα δούμε σχετικά.


«Εξατομίκευση...»

Ο νεοέλληνας ή «Ρωμηός», όπως ορισμένοι τον αποκαλούν, αφ΄ότου άρχισε (καθώς είδαμε) ν΄αστοποιείται, βαθμιαία έστω, αισθάνθηκε την ανάγκη να αυτο-επιβεβαιωθεί και προς τούτο στράφηκε προς την εξατομίκευση.
Η εξατομίκευση στην Ελληνική της εκδοχή αποτέλεσε πραγματικά μια περιπέτεια,που,οπως έχει διαπιστωθεί,«δεν βρήκε μέχρι σήμερα,τον ιστορικό της».
Οταν ο ιστορικός αυτός βρεθεί,κρίνεται πως θα πρέπει ν΄ αρχίσει την σχετική του έρευνα, «αποφεύγοντας αλλογενή μέσα και κριτήρια».Και αυτό για νάχει αξία η κατάθεσή του.Άς προσπαθήσουμε εν προκειμένω:
Ο «Ρωμηός», όπως έχει παρατηρηθεί, ξεκίνησε την αστο ποίησή του «χωρίς την απαραίτητη γενναία μάλιστα αυτοκριτική του, αλλά ευλογώντας αυτοκαταστροφικά τη «μοναδικότητά»του. Κινήθηκε «κατά βάθος προς τα εμπρός ή προς τα πίσω απο συμπλέγματα ανασφάλειας και αίσθημα κατωτερότητος» κουβαλώντας στα άστη του «τις αγροτοποιμενικές του παραδόσεις» (Στ.Ράμφου «Ο καημός του ενός»,σελ.186-187).
Μ’αυτά τα αισθήματα αναζήτησε την εξατομίκευση στρέφοντας το βλέμμα του προς τη σύγχρονη Δύση,η οποία,φάνηκε πως μπορούσε,ουσιαστικά να τον ενδιαφέρει.
’Αλλωστε με τον χώρο αυτόν,όπως λέει και η ιστορία του,έχει παμπάλαιους δεσμούς.
Η εξατομίκευση ωστόσο στη Δύση υπήρξε κατόρθωμα,που στηρίχθηκε στην εκκοσμίκευση. Και εκκοσμίκευση,όπως απο παλαιά έχει υποστηριχθεί στην Εσπερία σήμαινε,υπο την απλούστερη εκδοχή της, απελευθέρωση του ανθρώπου
απ΄ τή θρησκευτική και μετα-φυσική του κηδεμόνευση.
΄Ηταν, άραγε, ο νεοέλληνας έτοιμος για την αποδοχή μιάς τέτοιου είδους αλλοιωτικής του εκκοσμικεύσεως;
Στους δυσμικούς χώρους όπου ο «Ρωμηός» έστρεφε το σχετικό του ενδιαφέρον, μιλούσαν, ζωηρά μάλιστα, οχι μό- νο για μια θρησκευτική και μεταφυσική αποκηδεμόνευ- ση,αλλά και για ένα «ξεμασκάρεμα» της λεγόμενης «νόθας συνείδησης», κρίνοντας, έτσι, τον θεωρούμενο γάμο Αθή- νας και Ιερουσαλήμ, της λογικής δηλαδή και πίστεως, παράνομο...
Με την προβληματική αυτή έφθασαν να διαβάζουν το «ξεμασκάρεμα» σαν μια σύγχρονη εκδοχή της τραγωδίας του Οιδίποδος,στην οποία «ο ρόλος του πρωταγωνιστή παίχθηκε, κατά σειράν, από μεγάλους φιλοσόφους και
κοινωνικούς οραματιστές (Ηegel, Marx, Κierkegaard και άλλους, μικρότερου μεγέθους) και, τελικά, απ΄τον Νίetzsche», που θεωρήθηκε πως «είχε πλήρη συνειδη- τοποίηση του γεγονότος οτι ο φιλόσοφος της ιστορίας δολοφόνησε τον άγιο πατέρα του και βεβήλωσε τη μητέρα του πίστη».
Τι σήμαιναν όμως ολ’αυτά τα ψυχοφροϋδικά της εκκοσμι- κεύσεως, ανατινακτικά, οπωσδήποτε, των θρησκευτικών παραδόσεων,τα οποία κόμιζε η νεωτερική σκέψη των δυτικών, για τον πιστό της βιωματικής μεταφυσικής νεοέλληνα, που μόλις άρχιζε να βαδίζει ως νεοσσός προς την εξατομίκευση; Και ο οποίος επί αιώνες, όπως ιστορικά διαπιστώνεται,δεν χρειάσθηκε να βρεθεί στην ανάγκη ν΄αντιμετωπίσει την εκκοσμίκευση με τη σημασία των δυτικών;
Ας δούμε,συνοπτικά εδώ, τα ιστορικά αφορώντα στη θρησκευτικότητα του νεοέλληνα:
΄Οπως ρωτούσε ο Αλ.Παπαδιαμάντης (στον «Λαμπριάτικο Ψάλτη»),μπορεί άραγε, χωρίς να γελοιοποιηθεί, ο Ρωμηός «της σήμερον νά κάμη δημοσία τον άθεον ή τόν κοσμοπολί την; (Διότι) ο ΄Αγγλος, Γερμανός ή Γάλλος δύναται να εί- ναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή ό,τιδήποτε.Έκαμε τό πατριωτικόν χρέος του, έχτισε μεγάλην πατρίδα.Τώρα είναι έλεύθερος να έπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας,τήν άπιστίαν καί τήν άπαισιοδοξίαν».Ομως οι «Ρωμηοί»,αν επιδοθούν σ’ αυτό (ρωτάει ο Παπαδιαμάντης) δεν θα «όμοι άζουν μέ νάνον άνορθούμενον έπ’ άκρων όνύχων καί τανυόμενον να φθάση εις ύψος (ώστε) να φανή καί αύτός γίγας;»
Ή θα έμεναν, κατά Μ.Γεδεών, «χάσκακες, άκούοντες τήν καινήν διδασκαλίαν των διδασκάλων καί κηρύκων τής έλευθερίας καί πρός αύτήν τον βίον ρυθμίζοντες,ζητούντες να ζώσιν έλεύθεροι τών άπο τής θρησκείας δε σμών, φυσικήν ζώντες ζωήν,φυσικών νόμον ακούοντες;».
Η τέλος, όπως θα ρώταγε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος,θα μπορούσαν άραγε στην «Ελλάδα,να προσαρμοσθούν οι συνθήκες του τόπου στο διαφωτισμό,με την παθητικότητα που θέλησαν άλλοι να τον μεταφέρουν;».Θα δούμε.

© Ματθαίος Χ.Ανδρεάδης
Τηλ. 27410/26055

Του παρόντος έργου (του οποίου, κατά το νόμο, η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμμιά διατύπωση) απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά ή αναπαραγωγή με οποιοδήποτε τρόπο, (τμηματικά, ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή) χωρίς την γραπτή άδεια του συγγραφέα

Ο δημοσιος βιος και η συμπεριφορά του λαου-Τα διδάγματα της Ιστορίας

Του Ματθαίου Χ. Ανδρεάδη


Καθόλου αβάσιμος και ανεπίκαιρος δεν θα ήταν ένας σύγχρονος ιστορικός-κοινωνιολόγος αν, σοβαρά και αιτιολογημένα, βέβαια, υποστήριζε, ότι η Ελλάδα, αφ ὅτου πριν από 150 και πλέον χρόνια ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, για πολλές δεκαετίες, στη συνέχεια, δεινοπάθησε και θεσμικά και οργανωτικά και, προ παντός, πολιτικά.
Ότι, συγκεκριμένα, ο δημόσιος βίος στη χώρα, όπως οργανώθηκε, καταδείχθηκε ανίκανος να συμβάλει, αποτελεσματικά, στη λύση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων του Ελληνικού λαού, μολονότι (ή ακριβώς επειδή) απ΄ τὴν αρχή κυριάρχησε ο «δοβλετισμός», που εν πολλοίς οφείλεται και στον πατροπαράδοτο πολιτικό κοτζαμπασισμό αλλά και στη σύστοιχη συμπεριφορα του ίδιου του «πολίτη» προς τους εκπροσώπους του τότε υποτυπωδώς λειτουργούντος κρατικού μηχανισμού.
Ας τα ειδικεύσουμε όλ΄ αὐτά.
Μετεπαναστατικά, επεκράτησε ο «δοβλετισμός», δηλαδή ο Έλληνας «πολίτης» κατάφευγε ως πελάτης-οπαδός, στον εκάστοτε κατέχοντα την εξουσία κομματάρχη, τον οποίο θεωρούσε ότι εκπροσωπούσε πρωταρχικά, την αποδοτικότητά του δημόσιου βίου, ακριβώς γιατί δεν μπορούσε, εν πολλοίς, ο ίδιος να πετύχει ουσιαστική επίλυση των ζωτικών του προβλημάτων στη θεσμικά υπανάπτυκτη, την εποχή εκείνη, οργάνωση του δημοσίου βίου.
Και έπραττε έτσι ο Έλληνας «πολίτης» όχι γιατί δεν πίστευε στην ανάγκη ενός καλά οργανωμένου, θεσμικά και λειτουργικά, δημόσιου βίου, αλλά ακριβώς για τον λόγο ότι δεν λειτουργούσαν υγιώς και αποτελεσματικά οι υποτυπώδεις αυτοί θεσμοί.
Επειδή, λοιπόν, η χώρα δεν είχε φτάσει ακόμη σε ικανοποιητικό βαθμό ανάπτυξης, με αποτέλεσμα το χαμηλό επίπεδο λειτουργίας πλείστων ζωτικών τομέων του δημοσίου βίου, μπορεί να λεχθεί ότι ο Ἕλληνας κατέφευγε στους κρατούντες κομματικούς φορείς, για τον ίδιο λόγο και καθ ὅμοιο τρόπο με τον οποίο κατέφευγε, παλαιότερα, ο άρρωστος στον κομπογιαννίτη, όταν δεν υπήρχε ή δεν μπορούσε γιατρός να τον θεραπεύσει.

Οι φορείς και ο νεοέλληνας

Στο πολιτικό επίπεδο, μετεπαναστατικά, χαρακτηριστι κός εκπρόσωπος του «δοβλετισμού» υπήρξε ο Ιω.Κωλέττης.
Έκτοτε, υπήρξαν βέβαια πολιτικοί ηγέτες, που διακρίνονταν, εν πολλοίς, για έμπρακτη ανιδιοτέλεια και ειλικρινές πάθος προσφοράς υπηρεσιών στο λαό και τον τόπο, με πνεύμα θυσίας, πραγματικοί δηλαδή πολιτικοί αγωνιστές, με λιτότητα βίου ως παράδειγμα για τους πολλούς.
Ωστόσο απ΄ τὴν εποχή του Ιω.Κωλέττη και των διαδόχων του, κατά τις επόμενες δεκαετίες μέχρι πρόσφατα, περισεψε η ευτέλεια στο πλείστο του δημοσίου βίου και η δημόσια ζωή να μετατράπηκε σε στίβο κομματικών παθών, όπου επιδιώχθηκε η εξασφάλιση, με κάθε θυσία, της κοινωνικής καρριέρας οποιουδήποτε τυχάρπαστου.
Ο Ιω.Κωλέττης υπήρξε ο θεμελιωτής της φαυλοκρατίας στον τόπο μας. Περίφημη έχει μείνει η απάντηση που έδινε κάθε φορά σε όσους τον κατηγορούσαν για κατάχρηση και διασπάθιση του δημοσίου χρήματος: «Μήπως τα κλέπτουν ξένοι; Οι Ελληνάδες μου τα παίρνουν!».
Προεπαναστατικά η καιροσκοπική «φρόνησις και η νηφάλιος απάθεια είχαν καταστή δευτέρα φύσις του εν τη αυλή του Αλή Πασά παιδευθέντος τούτου ανδρὀς».
Κατά τον Νικόλαο Δραγούμη («Ιστορικές Αναμνήσεις», τόμος Β ,σελ. 106, εκδ. 1973) ο Ιω.Κωλέττης, μετεπαναστατικά:
«Εκμυζών όρθιος μακράν καπνοσύριγγα,μεθ ὑπομονῆς ακροώμενος των αιτούντων θέσιν, σύνταξιν, παρασημον,η τι τοιούτον, απέτεινε σοβαρώς μεν, κατά το ειωθός, ιλαρώς, όμως την πανομοιότυπον απάντησιν: Έχεις δίκαιον, αγαπητέ! Εγώ γνωρίζω κάλλιστα τας πατρικάς και προσωπικάς σου υπηρεσίας και τα δικαιώματα της οικογενείας σου. Ἐσο ήσυχος. .Θα λάβω υπ' όψιν την αίτησίν σου και θα σε ευχαριστήσω. Σημειωτέον δε, ότι, πολλάκις, ο αιτών ούτε πατέρα έσχεν, υπηρετήσαντα την Επανάστασιν η το νεοπαγές Ελληνικόν Κράτος, ούτε οικογένειαν, αποκτήσασαν δικαιώματα. Αλλά, τοιαύτη πειθώ επέτρεχεν εις την βραχείαν απόκρισιν του υπουργού, ώστε πάντες ανεχώρουν, πιστεύοντες ότι το δίπλωμα η τα χρήματα έκειντο ασφαλή εν τω θυλακίω η ότι το παρασημον έστιλβε λαμπρόν περί τον τράχηλον η το στήθος αυτών».
Ο λαϊκισμός του ΙωάννηΚωλεττη συνοψίζεται στο εκμυστηρευμένο «μυστικό» του προς τον Νικόλαο Δραγούμη: «Μη νομίζεις, ότι δεν έχω την δύναμιν και την ικανότητα και την συνείδησιν του διακρίνειν τον καλόν από του κακού, τον πεπαιδευμένον από του απαιδεύτου, τον τίμιον από του ατίμου. Βεβαίως προτιμώ εσέ και τίνας άλλους, ως φωστήρας εμπειρίας και χρηστότητος, αλλά έχετε δύναμιν; Ούτε μίαν ψήφον διαθέτετε!».
Και συνεχίζοντας κατέστησε δηλωτικό, ότι απευθύνεται στους πολλούς, που δεν συγκεντρώνουν τα στοιχεία αυτά (με τα οποία διακρινόταν ο συνομιλητής του) τους οποίους, βεβαίως, και παραμυθίαζε, όπως παραπάνω, ως γνήσιος φαυλοκράτης.
Ο Μακρυγιάννης γράφει στ «Απομνημονεύματά» του (εκδ. «Μέλισσα»,σελ. 36Ι) ότι είπε σε συνομιλία του με τον Κωλέττη: «Ήταν ένα παλάτι χαλασμένο και το γκρεμίσαμεν από θεμελιούθεν και το φκιάσαμεν να καθίσουμεν όλοι μέσα. Βάλαμεν εις τις πόρτες εγγλέζικες κλειδωνιές και σου δώσαμεν τα κλειδιά εσένα, όπου βαστάς τα κλειδιά του λόγου σου, δια να μη μπαίνει όποιος θέλει, δια κείνο σου δώσαμεν εσένα τα κλειδιά. Του λόγου σου, ανοιγοκλείνοντας δια το νιτερέσιον μόνον το δικόν σου κι' όχι του σπιτιού, χάλασες αυτές τις παλιοκλειδωνιές κι' έβαλες εις το σπίτι κλειδωνιές τεφαρίκια Ευρωπαίϊκα και τις παλιοκλειδωνιές τις πέταξες...».
Ο τότε αντιπολιτευόμενος Τύπος υπήρξε δριμύς προς τον Κωλέττη, για τον βίο και την πολιτεία του. Κατά το θάνατό του, η εφημερίδα «Αιών» που εξέδιδε ο Ιωάννης Φιλήμων έγραφε σε κύριο άρθρο του (φύλλο 820 της 29 Οκτωβρίου 1847), μεταξύ άλλων, ότι τον Ιωάννη Κωλέττη-ο οποίος έφερε,όσο ζούσε, τη φουστανέλλα- «η Ιστορία θα χαρακτήριζε, ουσιωδώς, υπό τριπλήν έποψιν. Ως Έλληνα μεν κατά την φουστανέλλαν, ως Αλβανόν κατά τους τρόπους και ξενοφρονα κατά την κεφαλήν...».
Για την τεράστια περιουσία, που κατέλιπε ο Κωλέττης, ανερχόμενη στο μυθώδες για την εποχή ποσό των δραχμών 600.000, καθ ὂν χρόνο αυτός, κατά το διάστημα της Επανάστασης (1821 μέχρι 1832) «εν διαστήματι δώδεκα ετών υπήρξεν ενδεής, αείποτε και δια μόνης αποζών της μισθοδοσίας του, δανειζόμενος πολλάκις ότε υπήρχεν εκτός των πραγμάτων», διετύπωνε αμείλικτα ερωτήματα ο αρθρογράφος, τονίζοντας ότι «πόσοι άλλοι απέθανον άποροι, τινές δε επί της ψάθης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήθελεν ενταφιασθή δια δημοσίας δαπάνης αν δεν υπήρχεν ο υιός του Ιωάννης;».
Γι'αυτό και κατηγορούσε τον άνδρα ως πλουτήσαντα «εκ της πολιτικής, από διάφορα εκ συνθήκης (σημ.συμβάσεων) μέσα, συστάσεων και προμηθειών και δια τούτο, ει και μη έχων ουδέ μίαν θρησκείαν, εδείχθη όμως Ανατολικός (σημ. ορθόδοξος) ειπών καθ' ην επέστρεφεν εποχήν εις την Ελλάδα: Τα σα εκ των σων τη Γαλλία προσφέρω κατά πάντα και δια πάντα!».
Και συνέχιζε ο αρθρογράφος: «Ο μη έχων τίποτε Ελληνικόν, παρά την φουστανέλλαν, ο μη έχων ουδέ μίαν θρησκείαν, αποκτήσας εις την ξένην και κοράσιον εξώγαμον, έπρεπε να φαίνεται εξωτερικός Έλλην, δια να υπηρετή εσωτερικώς τον ξενισμόν, έπρεπε να απατά και να αγυρτεύη, δια να παραδέχηται υπό των μωρών και κούφων ως Έλλην».
Η Ελλάδα, δοκίμασε στον κομματικό και πολιτικό, γενικά, βίο της, μέχρι μεν το τέλος του 19ου αιώνα, τον διαβόητο «Τζουμπέ», δηλαδή τον Δημ.Βούλγαρη, και τον ικανό, νεώτερο φαυλοκράτη, Θεόδωρο Δηλιγιάννη, έκτοτε δε και μέχρι σήμερα όχι λίγους όμοιούς τους .

Ο Ρωμηός

Κατά τις εποχές αυτές προέκυψε (και κυριάρχησε), βαθμιαία, ο λεγόμενος «Ρωμηός», ο οποίος μιμούμενος, στην αντιφατικότητά του, το ήθος των αρχόντων του, προσάρμοσε, ανάλογα και θεμελίωσε τη δική του, ατομική και κοινωνική ζωή, στην «περιρρέουσα» ατμόσφαιρα.
Κατά το πρώτο στάδιο, όταν είδε τους επιτήδειους να κυριαρχούν, τους κόλακες, τους κίβδηλους και τους θρασείς να θριαμβεύουν και τους συκοφάντες και ψευδολόγους ν ἀποβαίνουν οι ρυθμιστές της δημόσιας ζωής, δε δίστασε κι αὐτός, εμφανίζοντας τα αρνητικά χαρακτηριστικά του στοιχεία να επωφεληθεί, ατομικά και οικογενειακά (αργότερα συντεχνιακά). Μεταποίησε, έτσι, τα εγγενή του συστατικά στοιχεία (μεταξύ άλλων, και το περίφημο «φιλότιμό» του) σε αναρχική εκδήλωση και τη φιλονομία του σε καταφανή αντίθεση προς το νόμο, ενώ η πατροπαράδοτη ματαιοδοξία του, παρουσίασε εικόνα αρπακτικού «κτητικού» συναισθήματος και η πηγαία του δημιουργικότητα όλα τα χαρακτηριστικά καταστροφικής μανίας.
Πολύ περισσότερο όταν στη μετεγενέστερη εποχή κυριάρχησε ο κρατισμός με την επέκταση του δημόσιου τομέα, που απορρόφησε όλη την αυθόρμητη κοινωνική προσπάθεια του νέο-έλληνα-«Ρωμηού» στο κράτος, το οποίο έτσι παρουσιαζόταν έχοντας πλούσιο συνταγολόγιο προσφοράς ποικίλων εδεσμάτων απ τὸ μαγειρείο του...
Ο «Ρωμηός», γοητευμένος με τον τρόπο αυτό νόμισε, ότι, επί τέλους, θα ζη, χωρίς τίμημα εφεξής πλέον, όχι μέσα στο κράτος, αλλά θα σιτίζεται απ τὸ κράτος, το οποίο θα έπαυε, έτσι, να του είναι και ενοχλητικό ως επιτάσσον, επιτρέπον η απαγορεύον και θα παρέμενε, απλώς κράτος...παρέχον μόνο.
Η πρόκληση αυτού του είδους για τον «Ρωμηό» υπήρξε μεγάλος πειρασμός, ως διαρκής και ασφαλής δυνατότητα, που του υποσχόταν ότι θ ἀποκτήσει το παν χωρίς προσπάθεια και αγώνα, αμφιβολία η κινδύνους (αρκούσε μόνο να ομαδοποιούνταν στην κομματική «στρούγκα»). Αυτά όλα γι αὐτὸν αποτέλεσαν, βέβαια, ευκαιρία να εξασφαλίσει, δια βίου, τα προς το ζην, περνώντας έτσι τον εαυτό του μέσα απ τὸ κράτος, στην κρατική μηχανή και στους άλλους δημόσιους οργανισμούς και κρατικές επιχειρήσεις, κάθε είδους. Ενισχυόμενος δε και απ τὴ δημαγωγία, έφτασε η στιγμή να αισθάνεται λέγοντας: «Το κράτος είμαι εγώ!».
Το κράτος όμως του είδους αυτού απογύμνωσε την κοινωνία, σε μεγάλο βαθμό, απ τὶς εγγενείς δυνάμεις της προσωπικής και ατομικής δημιουργικότητας, το ίδιο δε, τελικά, κατάντησε παράλυτος οργανισμός, ουσιαστικά, απ τὸν «Ρωμηό», που ενέργησε πάνω σ αὐτὸ όπως το μαλακόστρακο «Βερνάρδος ο ερημίτης».
Είναι δε «Βερνάρδος ο ερημίτης», κατά τους φυσιοδίφες, το μαλακόστρακο εκείνο, το οποίο εξοντώνει το μαλάκιο στο όστρακο του ο ποίου εγκαθίσταται και το οποίο, χωρίς να του μεταβάλλει την εξωτερική του εμφάνιση , καταστρέφει, ολοκληρωτικά το εσωτερικό του.
Ήδη ο λαός, βλέποντας όχι λίγους κρατούντες «εφορμώντας επί το φιλαρχείν, διαφθείροντας τας ουσίας, κατά πάντα τρόπον, δελεάζοντας δε και λυμαινομένους τα ήθη» (Πολυβίου, «Ιστορίαι» ΣΤ,9,6-9), με συνέπεια «δωροδόκους και δωροφάγους (τους πλείστους των Ρωμηών) να κατασκευάζουσι», στην πλειοψηφία του προσαρμόζεται στα κρατούντα, σύμφωνα με την Ισοκράτεια προς Νικοκλέα παραίνεση: «Το της πόλεως ήθος ομοιούται τοις άρχουσι».
«Τι δέον γενέσθαι;»
Τώρα, λοιπόν, ο Ρωμηός, ενώ διαπιστώνει ότι το κρατικό οικοδόμημα είναι ένας ανίκανος σκελετός χωρίς αίμα, με φανερά τα επιθανάτια φαινόμενα και θεωρεί βέβαιη την κατάρρευσή του, παρ ὅλα αυτά καταβάλλει, μανιωδώς, μεγαλύτερη προσπάθεια ν ἀπομυζήσει και την τελευταία ικμάδα, τόσο αυτού, όσο και των δημοσίων οργανισμών και άλλων επιχειρήσεων, με την κινητοποίηση των ποικίλων και αντιτιθεμένων συντεχνιών του (και όχι μόνο), χωρίς ωστόσο να παύει και ν΄ ἀνησυχεί για την επιούσα, όταν δηλαδή η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα επαναφέρει (όπως ήδη έχει αρχίσει) τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση του μόχθου και της παραγωγικότητας, αρετές δηλαδή τις οποίες αυτός δυστυχώς έχει αποβάλει.
Τι, λοιπόν, θα πετύχαινε, άραγε, ο σύγχρονος Αδαμάντιος Κοραής απευθύνοντας στους νεοέλληνες, το εναγώνιο ερώτημα εκείνου: «Σεις Γραικοί, που ηξεύρετε να γκρεμίζετε οικοδομάς,γνωρίζετε (μήπως) να οικοδομήσετε ευνομουμένην Πολιτείαν;». Σήμερα, δηλαδή, μπορούν άραγε, ν ἀνευρεθούν όπως παλαιότερα, όταν σε παρόμοιες εποχές αναζητούνταν «τα σημεία σωτηρίας ως εις τα σπλάγχνα ενός σφαγίου», για τα πεπρωμένα του σύγχρονου Ελληνισμού, που είναι αναγκασμένος να χάραξει νέα πορεία προς την αναγέννησή του, μέσα στο κοινό Ευρωπαϊκό σπίτι;.
Οι αισιόδοξοι μπορούν να ελπίζουν και αγωνιζόμενοι. Για τους απαισιόδοξους ο επελθών εξισωτισμός στην αθλιότητα, μέσα σε μια επηρμένη μετριότητα, με εδραιωμένο, πια, τον εκχυδαϊσμό και την τυποποίηση της μετριότητας στην κοινωνία, που δημιούργησε μια νέου τύπου δημαγωγία, ελάχιστες ελπίδες τρέφει.
Γι αὐτούς, όπως φαίνεται, κάτω απ τὶς σημερινές συνθήκες, θα είναι πολύ δύσκολο ν ἀπορριφθεί μια νοοτροπία ποὺ ὡς δήθεν «ἰδεολογία», συσσώρευσε στὸ κεφάλι τοῦ ὁ «Ρωμηὸς» καὶ υἱοθέτησε, μὲ ἀπύθμενη ἀφέλεια, ἕνα ἀπόθεμα κοινοτοπιών, προκαταλήψεων, κενών λέξεων, ὑπολειμμάτων παρωχημένων ἰδεών, συνθημάτων καὶ προπαγάνδας καὶ ποὺ ὡς σύνολο, ἐπέδρασε πάνω του, διαβρωτικά, ὡς τοξικὸ κατάλοιπο, τὸ ὁποίο αὐτὸς θεώρησε ὡς πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ καλλιέργεια.
Τί δέον γενέσθαι, λοιπόν, ἐν προκειμένω;
α) Ὅπως ἔχει γραφεί: «Μόνο ἂν ἐμφανισθούν νέοι ἄνθρωποι, μὲ ἀληθινὴ ἀγάπη γιὰ τὸ λαό, ἄνθρωποι πρόθυμοι νὰ θυσιάσουν τὸν ἀτομικισμό τους, τόσο ἐλεύθεροι ψυχικά, ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ πιστέψουν καὶ ν΄ ἀφοσιωθούν σ΄ ἕνα ἔργο, ποὺ νὰ ὑπαχθούν στὴ μελέτη τού λαού καὶ νὰ ἐξετάσουν μὲ καλόβουλο κριτικὸ μάτι τὶς ἐκδηλώσεις του. Ὅταν πάψει τὸ βουλευτιλίκι νὰ θεωρείται ὁ ἀκραίος σταθμὸς κοινωνικής καριέρρας, θὰ εἶναι δυνατὸ ὁ Ἕλληνας πολιτικὸς νὰ γίνει φορέας πολιτισμού».
β) Μείωση ριζική του κράτους ὡς οἰκονομικού παράγοντα γιὰ νὰ ἐλευθερωθούν οἱ δημιουργικὲς δυνάμεις τού λαού καὶ ν ΄ἀναπτυχθούν οἱ ἱκανότητές του γιὰ τὴν πρόοδο σὲ ὅλους τους τομείς καὶ
γ) Κολασμός, ποινικὸς καὶ πολιτικός, των λωποδυτών καὶ των δημαγωγών, ὥστε καὶ ὁ λαός, ν΄ἀντιληφθεί, ὅτι ὁσοδήποτε ψηλὰ καὶ αν βρίσκεται ὁ δημαγωγὸς κι΄ ὁ ἀπατεώνας, ὡς παραβάτης τού ἠθικού καὶ γραπτού νόμου, τιμωρείται. Κι΄ αὐτὸ θὰ έχει, αναμφίβολα, παραδειγματικὸ χαρακτήρα στο σύνολο του λαού.
Ιούλ.1989


© Ματθαίος Χ.Ανδρεάδης
Τηλ. 27410/26055

Του παρόντος έργου (του οποίου, κατά το νόμο, η πνευματική ιδιοκτησία αποκτάται χωρίς καμμιά διατύπωση) απαγορεύεται η αναδημοσίευση και γενικά ή αναπαραγωγή με οποιοδήποτε τρόπο, (τμηματικά, ή περιληπτικά, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή) χωρίς την γραπτή άδεια του συγγραφέα